παλληκαράκι

παλληκαράκι
και παληκαράκι και παλικαράκι, το [παλληκάρι]
μικρό παληκάρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παληκαράκι — το βλ. παλληκαράκι …   Dictionary of Greek

  • παλικαράκι — το βλ. παλληκαράκι …   Dictionary of Greek

  • φιλοσοφομειρακίσκος — ὁ, Α πιθ. νεαρός φιλόσοφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλόσοφος + μειρακίσκος «νεαρός, παλληκαράκι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”